- θαμνόφιλος
- ο1. κολεόπτερα έντομα τής οικογένειας κουρκουλιονίδες2. μικρό εντομοφάγο πτηνό τής οικογένειας αετομαχίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thamnophilus < thamno- (πρβλ. θάμνος) + -philus (πρβλ. φίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.