θαμνόφιλος

θαμνόφιλος
ο
1. κολεόπτερα έντομα τής οικογένειας κουρκουλιονίδες
2. μικρό εντομοφάγο πτηνό τής οικογένειας αετομαχίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thamnophilus < thamno- (πρβλ. θάμνος) + -philus (πρβλ. φίλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αττίλας — (attilas). Γένος πουλιών της οικογένειας των τυραννιδών. Ζουν αποκλειστικά σε χώρες της Ν. Αμερικής. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 20 30 εκ. Είναι θαρραλέα πουλιά και δεν διστάζουν να επιτεθούν σε ισχυρότερά τους ή ακόμη και στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”